Άρθρο του πρώην Γ.Γ Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου Ηλία Θεοδωρίδη για την κρίση και τα αίτια της
Η κρίση
χρέους της Ελλάδας είναι αντανάκλαση του πολιτικο-οικονομικού της συστήματος σε
συνθήκες παγκόσμιας κυριαρχίας του νεοφιλευθερισμού
ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ – πρώην
Γ.Γ. Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου – Δ. Μακεδονίας
Η πτώση του ανατολικού μπλοκ
επιτάχυνε την κατάρρευση της Ευρωπαϊκής σοσιαλοδημοκρατίας τη συντηρητική
μεταστροφή της Ευρώπης και την παγκόσμια ηγεμονία του διεθνούς
νεοφιλελευθερισμού.
Σε αυτές τις κρίσιμες δεκαετίες των γεωπολιτικών
οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων η χώρα ζούσε στον ελλαδικό της μικρόκοσμο.
Η παγκόσμια συσσώρευση που παλαιότερα
πραγματοποιούνταν μέσω των πολυεθνικών εταιριών εδώ και τρεις δεκαετίες
πραγματοποιείται πρωτίστως μέσω του παγκόσμιου χρηματο-οικονομικού συστήματος
των τραπεζών, των χρηματιστηρίων, που συγκροτούν μια πλήρως απελευθερωμένη
αγορά. Ο νεοφιλλελευθερισμός δεν είναι τίποτα άλλο από τον καπιταλισμό
των αγορών.
Η τεράστια συγκέντρωση χρηματοοικονομικής ισχύος και
πλούτου έχει υποτάξει πλήρως όχι μόνο τις δυνάμεις της εργασίας, αλλά και
ολόκληρους τομείς του παραγωγικού μετοχοποιημένου κεφαλαίου ͘ το οποίο εκτός
από τον παραδοσιακό τρόπο εξάρτησής του (από το ύψος των επιτοκίων), εργάζεται
πλέον και σχεδιάζει για την αύξηση των κερδών των χρηματιστηριακών μετόχων.
Μόνο το 2% των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών
συναλλαγών αφορά στη χρηματοδότηση παραγωγικών επιχειρήσεων, παράλληλα ενώ το
παγκόσμιο ΑΕΠ ανέρχεται στα 70 τρις δολάρια, οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές
συναλλαγές ξεπερνούν τα 3 τετράκις δολάρια.
Οι αγορές πλέον αποτελούν το γιγάντιο μέσο μεταφοράς
πλεονάσματος από τον φτωχό νότο στον πλούσιο βορρά, τόσο στο εσωτερικό της
Ευρώπης όσο και παγκόσμια. Οι αγορές είναι το μέσο με το οποίο οι φτωχοί
χρηματοδοτούν τους πλούσιους.
Αυτές οι διεργασίες συντελούνται ταυτόχρονα σε εθνική,
περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα. Οι έλληνες έχουν νιώσει στο πετσί τους, την
κατάρρευση του χρηματιστηρίου το 1999, όπου οι φτωχοί Έλληνες έχασαν τις
αποταμιεύσεις τους, τα ταμεία και οι δημόσιοι οργανισμοί τα αποθεματικά τους, η
μεσαία τάξη υπέστη βαριές απώλειες ενώ τεράστια κεφάλαια μετανάστευσαν στο
εξωτερικό. Αυτή ήταν η κατάληξη του λαϊκού χρηματιστηριακού καπιταλισμού της
Ελλάδας του Σιμήτη.
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ
ΜΟΡΦΩΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΗ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΗΣ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗΣ
Το ελληνικό δημόσιο χρέος δε δημιουργήθηκε από τη μια
στιγμή στην άλλη. Κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης είχαμε διπλασιασμό του
δημοσίου χρέους ανά δεκαετία, (20% το 1980, 41% το 1990, 94% το 2000 και 144%
το 2010). Η υπερχρέωση της χώρας είναι σύμφυτη με ένα άφρον ,άσωτο και φαύλο
πολιτικοοικονομικό καθεστώς διακυβέρνησης που παγιοποιήθηκε στη χώρα. Καθεστώς
ενός τριτοκοσμικού κλεπτοκαπιταλισμού.
Η αποβιομηχάνιση της χώρας, συνοδεύτηκε για πρώτη φορά
από αποαγροτοποίηση ͘ ολοκληρώθηκε έτσι η μετατροπή της οικονομίας σε μία
εισαγωγική μεταπρατική οικονομία διανομής και κατανάλωσης, η οποία όταν
κατέρρευσε προσέθεσε ένα εκατομμύριο ανέργους στους ήδη υπάρχοντες.
Διαμορφώθηκε έτσι η ανισορροπία των διπλών
ελλειμμάτων, πλάι στο ιλιγγιώδες δημοσιονομικό έλλειμμα που το 2009 έφτασε τα
36 δις ευρώ, προστέθηκε και το τεράστιο δομικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών της χώρας.
Αυτοί που για χρόνια δημαγωγούσαν για το ‘’ελληνικό
θαύμα ευημερίας’’, ‘’την κοινωνία των 2/3’’, ‘’την βιομηχανία του τουρισμού’’,
‘’την Ελλάδα των υπηρεσιών’’, ‘’την κοινωνία των πολιτών’’, ‘’την ισχυρή και
σύγχρονη Ελλάδα’’, οδηγούσαν την χώρα στην οικονομική κατάρρευση, τον λαό στην
κοινωνική εξαθλίωση και την εθνική ταπείνωση.
Στον πολιτικό λόγο κυριάρχησε ένας τυχοδιωκτικός
ευρωπαϊσμός γύρω από το ευρώ και την ένταξη στην ευρωζώνη. Τα
καθεστωτικά κόμματα της χώρας δημαγωγούσαν ευρωπαϊκά και δρούσαν τριτοκοσμικά.
Στις τρείς τελευταίες δεκαετίες της μεταπολίτευσης,
παρήχθη στην χώρα εθνικός πλούτος πάνω από 5 τρις ευρώ. Από αυτά τα μισά
τουλάχιστον δεν πέρασαν από τα ταμεία του κράτους με διαφυγόντα έσοδα για το
δημόσιο πάνω από 800 δις ευρώ. Περίπου τρείς φορές το δημόσιο χρέος της χώρας.
Προϊόν μιας τέτοιας θηριώδους παραοικονομίας ήταν και σημαντικό μέρος της
μεσαίας τάξης, η οποία έχει καταρρεύσει σήμερα αφού δέχτηκε δύο ισχυρά
χτυπήματα ͘ το πρώτο στην αρχή της δεκαετίας με την κατάρρευση του
χρηματιστηρίου και το δεύτερο με την χρεωκοπία της χώρας. Το σύνθημα της
παραοικονομίας ήταν ‘’αφήστε το μαύρο χρήμα να κυκλοφορήσει’’, το οποίο
δημιούργησε και την φιλολογία γύρω από μια ελληνική ιδιομορφία ‘’πλούσιοι
Έλληνες-φτωχό κράτος’’.
Όμως το κράτος δε χρεοκόπησε μόνο εξαιτίας της
πυραμίδας της φοροδιαφυγής όπου το μέγεθος της φοροδιαφυγής ήταν ανάλογο της
πολιτικής και οικονομικής ισχύος των φοροφυγάδων. Χρεοκόπησε κυρίως λόγω των
ληστρικών υπερτιμο- λογήσεων όλων των προμηθειών του κράτους. Οι ιλιγγιώδεις
υπερτιμολογήσεις ͘ έφταναν τα 1000%-1500% στον τομέα της υγείας, ο οποίος το
2009 απορρόφησε 27 δις ευρώ από τα οποία τα 16 δις σε φάρμακο και ιατρικό
υλικό. Υπερτιμολογήσεις στην άμυνα, στα δημόσια έργα, οι υπερτιμολογήσεις και
το λαθρεμπόριο καυσίμων (δισεκατομμυρίων ευρώ κατ’ έτος), οι διαφυγόντες δασμοί
στις εισαγωγές προϊόντων από τρίτες χώρες, η επιστροφή ΦΠΑ για πλασματικές
εξαγωγές και εικονική εμπορία προϊόντων. Οι υπερτιμολογήσεις των πολυεθνικών
υψηλού τζίρου μέσω τριγωνικών συναλλαγών, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος μέσω
υπεράκτιων εταιριών συμπληρώνει το μωσαϊκό μιας πρωτοφανούς στα ευρωπαϊκά δεδομένα
κλεπτοοικονομίας, την οποία συντηρούσε μια λούμπεν άρχουσα τάξη σε συνεργασία
με μια διεφθαρμένη διευθύνουσα πολιτική τάξη των κομμάτων εξουσίας.
Στην αλυσίδα της παραοικονομίας πρέπει να προσθέσουμε
τα χαριστικά δάνεια σε κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, την μεταστροφή των
τραπεζών σε κάρτες και καταναλωτικά δάνεια με ληστρικά επιτόκια, την
κατασπατάληση των ευρωπαϊκών πόρων σε χιλιάδες μελέτες και έργα ανάπλασης, (δεν
ανέπλασαν όμως τις χωματερές για τις οποίες η χώρα ακόμα πληρώνει πρόστιμα).
Ένα τριτοκοσμικό χαρακτηριστικό της διαχείρισης των
οικονομικών πόρων είναι η τεράστια δυσαναλογία μεταξύ δαπανώμενων πόρων και
αναπτυξιακού αποτελέσματος (π.χ. ολυμπιακοί αγώνες). Δεν υπάρχει αντίστοιχο
παράδειγμα ευρωπαϊκής χώρας.
ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΕΥΝΟΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ Η ΧΩΡΑ ΠΗΡΕ ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η ανάπτυξη είναι μια κακοποιημένη έννοια στη χώρα.
Μόλις πέρυσι ο υπουργός οικονομικών χωρίς ντροπή δήλωνε ότι ‘’το μόνο
αναπτυξιακό σχέδιο για τη χώρα είναι αυτό της τροϊκα’’
Η μεταπρατική τριτοκοσμική άρχουσα τάξη της χώρας
,μαζί με τις διευθύνουσες πολιτικές και διανοητικές ελίτ, καταδίκασαν την
χώρα σε μια από τις χαμηλότερες θέσεις στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού
της εργασίας, της γνώσης , της τεχνολογίας , της έρευνας και εντέλει της
ανάπτυξης.
Το πρόβλημα μιας διαρκούς δομικής
υποανταγωνιστικότητας,(που αντανακλάται άμεσα στο βαριά ελλειμματικό εμπορικό
ισοζύγιο της χώρας) είναι αποτέλεσμα ενός πλέγματος σχέσεων άνισης ανταλλαγής,
εξαιτίας αυτής της υστέρισης του εγχώριου παραγωγικού συστήματος.
Τα χαμηλής προστιθέμενης αξίας προιόντα αφορούν σε
όλους τους τομείς της οικονομίας:Ορυκτό πλούτο, πρωτογενή δευτερογενή και
τριτογενή τομέα,την ενέργεια, τις μεταφορές , την επικοινωνία .Η Ελλάδα δεν
πήρε ούτε το τραίνο των αναδυόμενων υπό ανάπτυξη οικονομιών της νοτιοανατολικής
Ασίας και της λατινικής Αμερικής,διάλεξαν το τραίνο ‘’των αναδυόμενων
χρηματιστηριακών αγορών’’ με την γνωστή κατάληξη.
Το σύνολο της τηλεοπτικής συζήτησης για την
ανάπτυξη(ακόμα και από οικονομολόγους) που διεξάγεται γύρω από τους γενικούς
δείκτες των ελλειμμάτων του χρέους ,της ανάπτυξης , του βιοτικού επιπέδου και
οι συγκρίσεις γύρω από αυτά τα μεγέθη,δεν έχουν καμία αξία και είναι εντελώς
αποπροσανατολιστικές.Οι δείκτες ανάπτυξης στην Ελλάδα αντιπροσώπευαν πάντα
μονομερή συγκιριακή αυξηση καταναλωτικών δαπανών, ενώ οι δείκτες ύφεσης
αντιπροσωπέυουν την δομική διαρθρωτική αναπηρία της ελληνικής οικονομίας’
ταυτόχρονα η σύνθεση του Α.Ε.Π της χώρας δεν έχει σχέση με αυτή των
αναπτυγμένων δυτικών χωρών.
Οι κυβερνήσεις ιδιαίτερα των δύο τελευταίων δεκαετιών
περιορίστηκαν σε ρόλους κακού διαχειριστή και χείριστου λογιστή. Οι μεν
ανέλαβαν τη διακυβέρνηση ‘’ως εκσυγχρονιστές’’, κατασπατάλησαν ένα ολόκληρο
πακέτο στήριξης γύρω απ την Ολυμπιάδα των σκανδάλων, και βύθισαν την Ελλάδα στο
τζόγο. Οι δε ανέλαβαν ως επανιδρυτές και δημιουργοί μιας ισχυρής Ελλάδας και
πρόσθεσαν 100 δις ευρώ χρέος, οδηγώντας τη χώρα σε μη αναστρέψιμη χρεοκοπία.
Μια άγονη αντιπαράθεση για την ανάπτυξη αποτελεί ο
διαγκωνισμός για το ποιός προσελκύει και ποιός απωθεί τις ξένες επενδύσεις. Έχουν
μετατραπεί σε ικέτες και επέτες επενδύσεων χρόνια τώρα χωρίς αποτέλεσμα.
Εξαίρεση αποτελεί στρατηγική επιλογή της Κίνας στο λιμάνι του Πειραιά.
Ανάπτυξη χωρίς σχέδιο ανασυγκρότησης των παραγωγικών
δυνάμεων της Ελλάδας στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα δεν είναι δυνατή. Η
ανικανότητα των κυβερνητικών κομμάτων για μια παραγωγική αναδιοργάνωση της
Ελλάδας είναι ιστορικά βεβαιωμένη. Η χώρα χρειάζεται ένα σχέδιο δομικών
επενδύσεων ανά τομέα παραγωγής γύρω από τις οποίες θα μπορούν ν’ αναπτυχθούν
ιδιωτικές επενδύσεις. Τέτοιο σχέδιο όμως δεν υπάρχει ούτε στον αγροτικό τομέα,
ούτε στη βιομηχανική παραγωγή, ούτε στο κράτος. Αντί αυτών παρακολουθούμε όλα
τα χρόνια της κρίσης μόνο περικοπές δαπανών τις οποίες βαφτίζουν
μεταρρυθμίσεις.
Η ανάγκη αλλαγής οικονομικού αναπτυξιακού μοντέλου
απαιτεί τη δημιουργία ενός στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδίου με εξειδίκευση ανά
τομέα παραγωγής. Η δημιουργία ενός συμβουλίου γεωοικονομίας και
αναπτυξιακής στρατηγικής μπορεί να αποτελέσει το επιτελικό όργανο
σχεδιασμού, που θα εισηγείται στις κυβερνήσεις τις διακρατικές συνεργασίες, τις
επενδυτικές προτεραιότητες ανά τομέα, στη μεταφορά τεχνολογίας, στην έρευνα
στην πληροφορική, στην ενέργεια, στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας και την
υποκατάσταση των εισαγωγών στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Για να γίνουν
όμως αυτά πρέπει να αναδειχθούν νέες πολιτικές δυνάμεις ικανές να προωθήσουν το
έργο της ανασύνθεσης και ανασυγκρότησης των παραγωγικών δυνάμεων, στα πλαίσια
ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης ισόρροπου, αυτοδύναμου και ανταγωνιστικού που να
υπηρετεί τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και να δημιουργεί νέο πραγματικό
εθνικό πλούτο
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθυστέρησε η περιφερειακή συγκρότηση της χώρας για 30
ολόκληρα χρόνια, δημιούργησαν έτσι ένα κράτος πρωτεύουσα, για να διατηρήσουν
τον κεντρικό έλεγχο των πόρων και να διαιωνίσουν την παραμονή τους στην εξουσία.
Οι κρατιστές της μεταπολίτευσης μεταμορφώθηκαν σε φανατικούς αντικρατιστές της
κρίσης. Οι τριτοκοσμικοί αντιμεταρρυθμιστές του χθες, μετατράπηκαν κατ’
εντολήν, σε νεοφιλλελεύθερους μεταρρυθμιστές του σήμερα.
Το μιντιακό σύστημα της χώρας, ιδιοκτησίας λίγων
οικογενειών, αποτέλεσε μια πληγή της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας μας και
έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στην διαπλοκή οικονομικού και πολιτικού συστήματος
εξουσίας, με την υποταγή του δεύτερου στο πρώτο. Συνέβαλε καθοριστηκά στη
διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων. Στον εκφυλισμό και την υποκατάσταση της
δημοκρατίας των πολιτικών κομμάτων με μια τηλεδημοκρατία, μια γκαλοποδημοκρατία,
ένα μοντέλο ‘’μεταδημοκρατίας’’, εξασφαλίζοντας την ηθική, μορφωτική, πολιτική,
αλλοτρίωση και χειραγώγηση της κοινωνίας και της εκλογικής της συμπεριφοράς.
Δημιούργησαν συστηματικά την ψευδαίσθηση ‘’μιας δημοκρατίας της αυτενέργειας
των πολιτών’’, μιας δημοκρατίας χωρίς κανόνες με ‘’ευκαιρίες για όλους’’, ενός
συστήματος ατιμωρησίας και ανεξέλεγκτης δράσης των θεσμικών συντεχνιών. Ο νόμος
‘’περί ευθύνης υπουργών’’, η θέσπιση μιας εκφυλισμένης εκδοχής των προσωπικών
δεδομένων, λειτούργησαν ως καταλύτης στη συγκάλυψη οικονομικών εγκλημάτων. Η
πολυνομία, η γραφειοκρατία, τροφοδοτούσαν την διαφθορά που στο κράτος και τους
θεσμούς πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. (Ψάχνουν προσχήματα για να απολύσουν
δημόσιους υπαλλήλους και αντί να προωθήσουν την κάθαρση ανοίγοντας λογαριασμούς
και αποκαλύπτοντας τον παράνομο πλουτισμό, αναζητούν τους καθ’ έξιν ασθενείς
και τους κοπανατζήδες).
Η βαριά ανεπάρκεια και το έλλειμμα στην απονομή
δικαίου ολοκληρώνει την εικόνα μιας θεσμικής παρακμής της δημοκρατίας. Ουσιαστικά
βιώνουμε την πλήρη αποθέσμηση της δημοκρατίας μας.
Παρά την ολοκληρωτικού τύπου προπαγάνδα των
καθεστωτικών ΜΜΕ η περίοδος της κρίσης παραμένει μια περίοδος συγκάλυψης
και όχι κάθαρσης, όπως θα απαιτούσαν οι περιστάσεις. Η Ελλάδα ιδιαίτερα
των τελευταίων δεκαετιών της μεταπολίτευσης παρουσιάζει εκπληκτικές ομοιότητες
με την μετασοβιετική Ρωσία του Γέλτσιν ͘ όπου καταληστεύτηκε η κρατική
περιουσία και τεράστια κεφάλαια μετανά- στευσαν στο εξωτερικό. Οι πολιτικές
δυνάμεις που εξέθρεψαν και διόγκωσαν την διαφθορά ανέλαβαν τον ρόλο του
προστάτη του παράνομου πλουτισμού, ακόμα και σήμερα όπου πλατιά στρώματα της
κοινωνίας εξαθλιώθηκαν. Στην κοινωνία πλανάται βαρύ το ιστορικό έλλειμμα
απονομής δικαίου.
Ένα από τα πρώτα καθήκοντα ενός δημοκρατικού
αναγεννητικού κινήματος της χώρας είναι η εκ βάθρων αναμόρφωση αυτών των
παρακμιακών συντελεστών της δημοκρατίας μας ͘ του κράτους, της νομοθετικής, της
εκτελεστικής, της δικαστικής εξου- σίας και του μιντιακού της συστήματος.
ΠΟΙΟΙ ΩΦΕΛΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΑΝΕΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΡΟΓΚΟ
ΧΡΕΟΣ
Έξι χρόνια πολιτικού διαλόγου διαρκούσης της κρίσης ͘
‘’δεν ήταν αρκετά’’ ώστε να διαφωτίσουν και να διαλευκάνουν το ζήτημα αυτό ͘
αντίθετα μάλιστα, επιδιώχθηκε η σύγχυση, η συσκότιση του, ώστε να μην αποδοθούν
οι πολιτικές-ποινικές ευθύνες που αντιστοιχούν στην διευθύνουσα οικονομική και
πολιτική τάξη.
Η ηθική, πολιτική, οικονομική διαπλοκή και διαφθορά
του πολιτικοοικονομικού και μιντιακού κατεστημένου έχει αποδοθεί όχι μόνο από
τον ελληνικό λαό, αλλά και από τους ίδιους τους δανειστές ͘ μέσω των πιο
αξιόπιστων ευρωπαϊκών και διεθνών εντύπων.
Η ελληνική κυβερνώσα πολιτική τάξη είναι
απονομιμοποιημένη, απαξιωμένη και χρεωκοπημένη, στους διεθνείς συνομιλητές.
Ένας κύριος μάλιστα λόγος για τον οποίο αυτό το πολιτικό κατεστημένο δε μπορεί
να αναδειχθεί σε ικανό και αξιόπιστο διαπραγματευτή των εθνικών και οικονομικών
ζητημάτων της κρίσης, είναι αυτή η ιστορική ενοχή που την βαραίνει ως υπαίτιο
της συνολικής παρακμής της χώρας, η οποία βάζει σε κίνδυνο την ίδια την
ιστορική της συνέχεια.
Τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων της κρίσης
μαζί με την τράπεζα της Ελλάδος φέρουν ακέραια την ευθύνη εφαρμογής της
πολιτικής μιας μονομερούς επιβάρυνσης και της πρωτοφανούς αναδιανομής εισοδήματος
σε βάρος των πλατειών λαϊκών στρωμάτων και της υπερσυγκέντρωσης πλούτου στα
παλιά και νέα τζάκια της οικονομικής ελίτ.
Η κυρίαρχη καθεστωτική ιδεολογία για να ενοχοποιήσει
το λαό και να αποποιηθεί της δικές της ευθύνες, χρησιμοποιεί κατά κόρον την αντίθεση
προς τον λαϊκισμό.
Οι κατ’ εξοχήν πολιτικοί εκπρόσωποι του καθεστώτος της
εξαγοράς συνειδήσεων, της χειραγώγησης και αλλοτρίωσης των πολιτών, οι
δημιουργοί των κρατικών συντεχνιών, παρουσιάζονται σήμερα ως αντιλαϊκιστές.
Ο αντιλαϊκισμός ως ιδεολογία που στη διάρκεια της
κρίσης αποτελεί αιχμή του δόρατος μιας άγριας νεοφιλελεύθερης αντιλαϊκής
πολιτικής χρησιμοποιείται για δυο λόγους:
Πρώτον, για να αποδώσουν τα ελλείμματα, τον
υπερδανεισμό και το χρέος στις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις και στις
δαπάνες για τη συντήρηση του κοινωνικού κράτους, (υγεία, παιδεία, πρόνοια),
όταν είναι γνωστό ότι οι ίδιοι συντηρούσαν μια παρα-υγεία, μια παραπαιδεία,
στις οποίες οι ιδιωτικές δαπάνες ξεπερνούσαν το 40% των δημοσίων δαπανών και
είναι υπεύθυνοι για τη δραχμοποίηση της προνοιακής πολιτικής που άφησε την χώρα
χωρίς προνοιακές υποδομές.
Δεύτερον, για να ενοχοποιήσουν και να υποτάξουν τους
αγώνες των εργαζομένων ενάντια στις πολιτικές εξαθλίωσης και φτωχοποίησης της
κοινωνίας. Αποσκοπούν να αποκρύψουν την πραγματικότητα ότι ‘’άλλοι
λήστεψαν τη χώρα και ο λαός πληρώνει τον λογαριασμό’’.
Πράγματι η κρίση αποτέλεσε τον καταλύτη της πιο βίαϊης
και θηριώδους αναδιανομής εισοδήματος από τους πολλούς στους λίγους και από
τους φτωχούς στους πλούσιους. Αυτός είναι ο τρόπος εξόδου από την κρίση και ‘’η
επιστροφή στην κανονικότητα των αγορών’’.
Η ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΚΑΙ Η ΔΙΕΞΟΔΟΣ.
Σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω αν επιχειρήσουμε να
δώσουμε ένα χαρακτήρα στο ελληνικό χρέος μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως
νοσηρό χρέος ͘ διότι δημιουργή- θηκε από ένα φαύλο πολιτικοοικονομικό
σύστημα, διότι συνδιάζεται με διπλά ελλείμματα, διότι δεν είχε αναπτυξιακή πνοή
και υποθήκευσε όχι μόνο τις σημερινές αλλά και τις μελλοντικές γενιές, διότι
έχει χαρακτηριστικά κατασπατάλησης και καταλήστευσης παρόμοια των οποίων
συναντά κανείς μόνο σε τριτοκοσμικά καθεστώτα. Οι αγορές συνέχιζαν να
χρηματοδοτούν την συσσώρευση αυτού του επαχθούς χρέους έστω και αν με
μαθηματική ακρίβεια οδηγούνταν σε χρεοστάσιο (αφού η ετήσια χρηματοδότηση του
έφτανε το 40% των εσόδων), διότι εισέπρατταν υψηλά επιτόκια ενώ συνόδευαν την
χρηματοδότηση με επενδύσεις μεγάλων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου.
Η αντιμετώπιση αυτής της κρίσης χρέους ήταν η
χειρότερη δυνατή διότι πραγματοποιήθηκε από υποτελείς εθνικά κυβερνήσεις που
ήταν ταυτόχρονα οι φορείς υπερχρέωσης, με κύριο στόχο να συγκαλύψουν τις
ευθύνες τους από την φαύλη διαχείριση διασώζοντας τους ίδιους και τα συμφέροντα
που υπηρετούν.
Η παραμονή στη κυβέρνηση αυτών των δυνάμεων και μετά
από τέτοια καταστροφή αποτελεί μια άλυτη πολιτική αντίφαση που συνθέτει το
ελληνικό πολιτικό παράδοξο.
Οι τρεις κύριοι δείκτες που περιγράφουν την καταστροφή
που συντελέστηκε στη χώρα δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας:
-Η απώλεια μεγαλύτερη του 40% των εισοδημάτων από
μισθούς συντάξεις και φόρους
-Το 1/3 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην ανεργία
-Η εξαφάνιση του 1/4 του ΑΕΠ της χώρας μετά από εφτά
χρόνια διαρκούς ύφεσης.
Το ιλιγγιώδες χρέος του 175% του ΑΕΠ πνίγει όχι μόνο
την κοινωνία αλλά αποτελεί ταυτόχρονα βρόγχο για οποιοδήποτε εγχείρημα
ανάπτυξης στο ορατό μέλλον. Η παραίτηση Παπανδρέου το 2011 άνοιξε το δρόμο για
την συνένωση των δύο κυβερνητικών κομμάτων στη κυβέρνηση Παπαδήμα και την
συνέχιση του προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης ώστε να ολοκληρωθεί το
μνημονιακό σχέδιο όχι μόνο πρωτογενούς πλεονάσματος αλλά από δω και πέρα και
δημοσιονομικού πλεονάσματος.
Η διακήρυξη της κυβέρνησης ότι το χρέος είναι βιώσιμο
και η χώρα επιστρέφει στην κανονικότητα των αγορών εμπεριέχει επιπλέον μέτρα
τουλάχιστον τεσσάρων δισεκατομμυρίων ευρώ για την επίτευξη δημοσιονομικού
πλεονάσματος ώστε να καταστεί δυνατή η αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων 12 δις κατ’
έτος για πενήντα χρόνια. Μια τέτοια βιωσιμότητα του χρέους καθιστά μή
βιώσιμη την κοινωνία και την οικονομία.
Το ελληνικό χρέος ήταν μη εξυπηρετήσιμο το 2010 οπότε
ανέρχονταν στο 145% του ΑΕΠ, είναι το ίδιο μη βιώσιμο και σήμερα, που ανέρχεται
στο 175% του ΑΕΠ. Παράλληλα η διακήρυξη βιωσιμότητας του χρέους από την ίδια
την κυβέρνηση αυτό- ακυρώνει οποιαδήποτε διαπραγματευτική ικανότητα της
χώρας.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης ασκούσαν
πάντα μια πολιτική τυχοδιωκτικού ευρωπαϊσμού. (προπαγάνδιζαν την αίγλη του ευρώ, την ένταξη της
χώρας στην ευρωζώνη, τα ευρωπαϊκά πακέτα) χωρίς να αντιμετωπίζουν ποτέ το
περιβάλλον υψηλού ανταγωνισμού με το οποίο η χώρα έπρεπε να συμβιώσει και
περιόριζε την νομισματική και δημοσιονομική αυτονομία της χώρας στην
αντιμετώπιση κρίσεων. Οι λεγόμενες ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ελλάδα ποτέ
δεν προέβαλλαν ένα σχέδιο εναλλακτικής Ευρωπαϊκής οικοδόμησης.
Σήμερα η χώρα πληρώνει περισσότερο από κάθε άλλη το
τίμημα μιας Ευρώπης που μέσω συνθηκών γερμανικής έμπνευσης έχει επιβάλλει
την κοινοτικοποίηση των νομισματικών πολιτικών και μια σκληρή δημοσιονομική
προσαρμογή αλλά δε θέλει να ακούει λέξη για την κοινοτικοποίηση του χρέους.
Η πίεση των αγορών γίνεται αφόρητη για τις
υπερχρεωμένες χώρες ενώ είναι ευεργετική για τις χώρες με πλεονάσματα. Η
διατήρηση σκανδαλώδους διαφοράς επιτοκίων σε βάρος των χωρών που έχουν
περισσότερο ανάγκη από αναπτυξιακά κεφάλαια βαθαίνει τις ανισότητες και
δυσχεραίνει την όποια ισχνή αναπτυξιακή προσπάθεια.
Η Ευρώπη φάνηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει κρίσεις
χρέους μικρών χωρών πόσο μάλλον μελλοντικούς κινδύνους επίθεσης των αγορών σε
μεγαλύτερες χώρες. Οι λεγόμενες ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ελλάδα στάθηκαν
ανίκανες να δημιουργήσουν συμμαχίες στην κατεύθυνση προγραμμάτων στήριξης των
χρεωμένων χωρών, να δημιουργήσουν ευρωπαϊκούς θεσμούς διαχείρισης κρίσεων,
θεσμούς χρηματο- δότησης, την ενεργοποίηση μιας τράπεζας επενδύσεων, την
δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ομολόγου δανεισμού ώστε το χρέος μιας χώρας να μην
βαραίνει τα εθνικά κράτη και επιρεάζει την διαμόρφωση των επιτοκίων τους.
Ακόμα και τα ευρωπαϊκά οικονομικά προγράμματα στήριξης
και ενσωμάτωσης της χώρας περί τα 150 δις ευρώ κατασπαταλήθηκαν από τις ίδιες
δυνάμεις και αντί για σύγκληση είχαμε απόκλιση. Στην σημερινή περίοδο αλλά και
στο προσεχές μέλλον η Ευρώπη κινείται σε συνθήκες ύφεσης, αποπληθωρισμού και
μηδενισμού των επιτοκίων δανεισμού για τις βόρειες χώρες. Είναι προς το
συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια συνολική διευθέτηση του χρέους των επιμέρους
κρατών. Μια τέτοια πολιτική δεν αποτελεί απλά πρόταση αλληλεγγύης, αλλά μια
στρατηγική εξόδου από την ύφεση και δυναμικής αναπτυξιακής πορείας, ενώ
θωρακίζει την Ευρώπη από βέβαιες επικείμενες κρίσεις των αγορών.
Είναι προφανές ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος
αποτελεί το 50% του δημοσιονομικού στόχου της τροϊκα. Η σημερινή διαπραγμάτευση
αφορά στην επίτευξη δημοσιονομικού πλεονάσματος έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η
αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων. Αυτό απαιτεί επιπλέον περικοπές δαπανών. Η
κυβέρνηση εκβιάζει για παράταση της θητείας της μέσω της εκλογής προέδρου της
δημοκρατίας, για την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου ως ανειλημμένης συμβατικής
υποχρέωσης της χώρας προς τους δανειστές.
Αυτό το σχέδιο πέρα από καταστροφικό, (οδηγεί σε
βιοτικό επίπεδο της δεκαετίας του 1960), είναι και δημοσιονομικά ανέφικτο όπως
δείχνει η διαρκώς επιδεινούμενη τάση αύξησης των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το
δημόσιο.
Παρατείνει και βαθαίνει την ύφεση η οποία έχει οδηγήσει
ήδη στην απώλεια του 27% του ΑΕΠ προ κρίσης, ενώ ακυρώνει την δημαγωγική
προσδοκία για δείκτες ανάπτυξης του 2,5% -3% στα προσεχή χρόνια.
Είναι προφανές ότι το ελληνικό χρέος ήταν μη βιώσιμο
το 2010 όπως είναι το ίδιο μη βιώσιμο και σήμερα ͘ παρά την βαριά μονομερή
αναδιανεμητική λιτότητα σε βάρος του λαού. Το χρέος αυτό πρέπει να απομειωθεί
κατά ένα μεγάλο μέρος. Το βασικό αφετηριακό επιχείρημα ενός παρασιτικού,
ενδοτικού, πολιτικοοικονομικού κατεστη- μένου ότι ένα τέτοιο αίτημα είναι
ανέφικτο, είναι αδύνατο να το δεχτούν οι δανειστές, ότι οδηγεί σε εθνικές
περιπέτειες, στοχεύει στην ηττοπάθεια και την υποταγή του λαού.
Έχουν μετατρέψει σε ιδεολογία, σε κυρίαρχο ηθικό,
μορφωτικό, κοινωνικό και εθνικό καταναγκασμό ͘ σε ιδεολογία, την πεποίθηση, ότι
‘’δε μπορούμε’’, ότι ‘’δεν γίνεται’’ την πολιτική του ρεαλισμού της
υποταγής, την κουλτούρα του ‘’non podemos’’, τσαλακώνοντας την κοινωνική
αξιοπρέπεια και την εθνική ανάταση ενός λαού, από την ιστορία του ανυπότακτου.
Το κίνημα των λαών των ‘’podemos’’ αποτελεί σήμερα ιστορική
προϋπόθεση και αναγκαιότητα για την οικοδόμηση μιας νέας Ευρώπης, για τους
λαούς της και τον κόσμο ολόκληρο. Ο ελληνικός λαός θα είναι παρόν σ’ αυτό το
προσκλητήριο.
Αφετηρία μιας νέας εθνικής στρατηγικής
διαπραγμάτευσης, η μή βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η αναζήτηση λύσης
αμοιβαία επωφελούς για τον ελληνικό λαό και την Ευρώπη, για την μείωση των
ανισοτήτων και την αναπτυξιακή τροχιά της Ευρώπης, για την θεσμική δημοκρατική
αναμόρφωσή της και την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους.
Η απομείωση του ελληνικού χρέους τουλάχιστον κατά 50%,
ή ισοδυνάμου προς αυτήν, μείωση των επιτοκίων στα επίπεδα συμβολικών επιτοκίων
της τάξης του 0.1%-0.2%, η επιμήκυνση της αποπληρωμής και η ρήτρα ανάπτυξης, θα
μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση μιας μόνιμης λύσης, διπλωματικά πολιτικά και
οικονομικά αμοιβαία αποδεκτής και εφικτής.
Ηλίας Θεοδωρίδης
ιατρός καρδιολόγος
πρώην βουλευτής Πέλλας